- προεθέμην
- προεθέμην s. προτίθημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προεθέμην — προτίθημι set before aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυθέμην — προεθέμην , προτίθημι set before aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὐθέμην — προεθέμην , προτίθημι set before aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek